σφάξεις

σφάξεις
σφάζω
slay
aor subj act 2nd sg (epic)
σφάζω
slay
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • ματζέτα — η αγελάδα, δαμάλα («μια ματζέταν όμορφη, παλιά να βρεις να σφάξεις», Φορτουν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manzeta] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”